-
1 δια-πίμπρημι
δια-πίμπρημι (s. πίμπρημι), ganz verbrennen; διαπρῆσαι ναῦς Pol. 22, 26 E., u. Sp.; auch von Entzündung am Körper, pass., νηδὺς διαπίμπραται, d. i. schwillt an. Nic. Al. 341.
-
2 διαπιμπρημι
1 δια-πίμπρημι
δια-πίμπρημι (s. πίμπρημι), ganz verbrennen; διαπρῆσαι ναῦς Pol. 22, 26 E., u. Sp.; auch von Entzündung am Körper, pass., νηδὺς διαπίμπραται, d. i. schwillt an. Nic. Al. 341.
2 διαπιμπρημι